απασβεστώνω

απασβεστώνω
1. μεταβάλλω ασβεστόλιθο σε άσβεστο με καύση
2. κάνω απασβέστωση, αφαιρώ από μέσα την άσβεστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απασβεστώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι με τη φωτιά ασβέστη: Η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που απασβεστώθηκαν και τα αγκωνάρια του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”